βουρδών

βουρδών
βουρδών
Grammatical information: m.
Meaning: `mule' (Edict. Dioclet.)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.
Etymology: Latin loanword, Lat. burdō.

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βουρδών — mule masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουρδών — ο βλ. βουρδώνι …   Dictionary of Greek

  • βουρδῶνας — βουρδών mule masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουρδῶνος — βουρδών mule masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόρδων — ( ωνος) και βορδών και βούρδων και βουρδών ( ῶνος), ο (AM) το μουλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. burdo] …   Dictionary of Greek

  • βορδωνάρι — το δοκός με την οποία περιστρέφεται ο κάθετος στύλος του ελαιοτριβείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ. μτγν. αμάρτ. ουσ.) βορβωνάριον, του οποίου η ύπαρξη πιστοποιείται από το αρχ. βουρδωνάριον, υποκορ. του βουρδών*] …   Dictionary of Greek

  • βουρδώνι — και βορδώνι, το (Μ βορδώνιον και βορδώνιν, το, Α βουρδών και βορδών, ο) βλ. βορδώνι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”